- σεληνάκατος
- η, Ντμήμα διαστημοπλοίου και ιδίως τού αμερικανικού «Απόλλων», σχεδιασμένο κατάλληλα για προσεδάφιση στη Σελήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + άκατος «μικρό σκάφος» (πρβλ. ατμ-άκατος, βενζιν-άκατος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεληνάκατος — η μικρό όχημα που από ένα διαστημόπλοιο στέλνεται να προσεδαφιστεί στη Σελήνη και έπειτα προσκολλάται πάλι σ’ αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek